- μονόχρωμος
- η , ο [ος , ον ] одноцветный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονόχρωμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόχρωμος — η, ο (Α μονόχρωμος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, μονοχρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. λευκό χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
μονόχρωμος — η, ο αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα: Έραψα μονόχρωμες κουρτίνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονόχρωμον — μονόχρωμος masc/fem acc sg μονόχρωμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόχρωμα — μονόχρωμος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Monochrome — For other uses, see Monochrome (disambiguation). A photograph rendered with a monochrome palette of a limited number of shades Monochrome[1] describes paintings, drawings, design, or photographs in one color or shades of one color.[2] A… … Wikipedia
Монохромия — Монохромная фотография Монохромия (от греч. μονόχρωμος одноцветный) одноцветность, имеющая в различных областях деятельности следующие значения: Оптика: Световая эмиссия в очень узком частотном и/или волно … Википедия
Monocromo — (Del gr. monos , uno + khroma, color.) ► adjetivo ARTE De un solo color: ■ el monitor del ordenador es monocromo. SINÓNIMO monocromático unicolor * * * monocromo, a (del lat. «monochrōmos», del gr. «monóchrōmos») adj. De un solo *color. * * *… … Enciclopedia Universal
αυτόχρους — αὐτόχρους, ουν (AM) ι. αυτός που έχει το φυσικό του χρώμα 2. μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + χρους < χροος < χρως «χρώμα» (πρβλ. αμβλυόχρους, πυρόχρους, χρυσόχρους κ.ά.] … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοχρώματος — η, ο (Α μονοχρώματος, ον) μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρώματος (< χρῶμα, ατος πρβλ. λευκο χρώματος, πολυ χρώματος] … Dictionary of Greek